Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἐς Μίλητον

См. также в других словарях:

  • Μίλητον — Μί̱λητον , Μίλητος fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Логографы — Первые греч. историки до Геродота названы у Фукидида (I, 21,1) логографами и поныне так называются историками литературы. Родиной Л. была Иония и о ва место расцвета ранней поэзии и науки. По духу повествования Л. примыкают к Гомеру и эпикам, на… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Gortys — Gesetzestext im Odeion von Gortys Gortys (altgriechisch Gortyn (Γορτύν) oder Gortyna (Γόρτυνα),[1] neugriechisch auch Gortys Γόρτυς) war eine antike Stadt im zen …   Deutsch Wikipedia

  • LYCASTOS — urbs Cretae, quae iam interiit Strabonis tempore, apud Dictaeum mont. a Lycaste nympha, cuius meminit Claud. de laud. Stilich. l. 2. Carm. 24. v. 252. et 276. Mecum Dictaea Lycaste. Alii a luporum multitudine sic dictam volunt. Hom. Λύκτον,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • εις — (I) και εισέ και σε και σ( ) προ φωνήεντος ή τών πλαγίων πτώσεων τού άρθρου (AM εἰς και ές) πρόθ. που δηλώνει: 1. μέσα («..χύνονται στη θάλασσα», «οἵ τ εἰς ἅλαδε προρρέουσιν») 2. κίνηση προς, σε τόπο («πήγες εις το Μεσολόγγι», «εἰσέβαλε... ἐς… …   Dictionary of Greek

  • νεόκτιστος — και νιόκτιστος και νιόχτιστος, η, ο (ΑΜ νεόκτιστος και ποιητ. τ. νεόκτιτος, η, ον) αυτός ο οποίος κτίστηκε πρόσφατα ή αυτός που ιδρύθηκε πρόσφατα («Μίλητον μὲν ἔα καὶ τὴν νεόκτιστον ἐν Θρηΐκη πόλιν», Ηρόδ.) μσν. (για πρόσ.) αυτός που διορίστηκε… …   Dictionary of Greek

  • πολιορκώ — πολιορκῶ, έω, ΝΜΑ 1. αποκλείω με πολιορκία οχυρωμένη θέση με σκοπό την άλωση ή παράδοσή της («ἐπολιόρκησε τὴν Μίλητον τρόπῳ τοιῷδε», Ηρόδ.) 2. επιζητώ κάτι επίμονα και ενοχλητικά νεοελλ. περιτριγυρίζω κάποιο πρόσωπο με σκοπό την ερωτική κατάκτηση …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»